κραμβαλέος

κραμβαλέος
κραμβαλέος, -α, -ον (Α)
ξηρός, αποξηραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβος (Ι) + κατάλ. -αλέος, κατά το αὐ-αλέος «ξηρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραμβαλέας — κραμβαλέᾱς , κραμβαλέος dried fem acc pl κραμβαλέᾱς , κραμβαλέος dried fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… …   Dictionary of Greek

  • κραμβαλίζω — (Α) (Ησύχ.) «καπυρίζω», ασωτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλέος «ξηρός, καβουρντισμένος». Η σημ. «ασωτεύω» προήλθε μάλλον από σύγχυση προς το κρεμβαλιάζω «χορεύω στον ήχο τών κροτάλλων»] …   Dictionary of Greek

  • (s)kerb(h)-, (s)kreb(h)-, nasalized (s)kremb- —     (s)kerb(h) , (s)kreb(h) , nasalized (s)kremb     English meaning: to turn, curve     Deutsche Übersetzung: “drehen, krũmmen; also especially sich zusammenkrũmmen, schrumpfen (also vor Hitze, Trockenheit), runzeln”     Note: extension to… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”